βουλλώνω

βουλλώνω
(Μ βουλλώνω)
1. σφραγίζω κάτι με βούλλα
2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά
3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση
4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο
5. επικυρώνω
νεοελλ.
1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι
2. φράζομαι, παθαίνω απόφραξη
3. φρ. «βουλώνω το στόμα κάποιου» — αποστομώνω ή εξαγοράζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. βουλλώνω < μσν. βουλλώνω < μσν. βούλλα βλ. λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • αβούλλωτος — η, ο [βουλλώνω] ξεβούλλωτος, απωμάτιστος, ξέσκεπος …   Dictionary of Greek

  • ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] …   Dictionary of Greek

  • απορράπτω — ἀπορράπτω (Α) 1. ράβω ξανά 2. ράβω 3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» κλείνω, βουλλώνω 4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος …   Dictionary of Greek

  • βουλλωτήρι — το (Μ βουλλωτήριον) σφραγιδόλιθος 1. νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο σφραγίζονται φιάλες μσν. 1. σφραγίδα 2. πρότυπο για την κοπή νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. βουλλωτήρι < μσν. βουλλωτήριον < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • βούλλωμα — το (Μ βούλλωμα) η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδας νεοελλ. 1. το σκέπασμα, το πώμα 2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο 3. η κάλυψη οπής. [ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • εμφράσσω — (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω) φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.) αρχ. μσν. 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω 2. ματαιώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”