φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
αβούλλωτος — η, ο [βουλλώνω] ξεβούλλωτος, απωμάτιστος, ξέσκεπος … Dictionary of Greek
ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] … Dictionary of Greek
απορράπτω — ἀπορράπτω (Α) 1. ράβω ξανά 2. ράβω 3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» κλείνω, βουλλώνω 4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος … Dictionary of Greek
βουλλωτήρι — το (Μ βουλλωτήριον) σφραγιδόλιθος 1. νεοελλ. μηχάνημα με το οποίο σφραγίζονται φιάλες μσν. 1. σφραγίδα 2. πρότυπο για την κοπή νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. βουλλωτήρι < μσν. βουλλωτήριον < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] … Dictionary of Greek
βούλλωμα — το (Μ βούλλωμα) η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδας νεοελλ. 1. το σκέπασμα, το πώμα 2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο 3. η κάλυψη οπής. [ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] … Dictionary of Greek
εμφράσσω — (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω) φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.) αρχ. μσν. 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω 2. ματαιώνω … Dictionary of Greek